αποστραγγιστικός

αποστραγγιστικός
η , ό[ν] дренажный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποστραγγιστικός" в других словарях:

  • αποστραγγιστικός — ή, ό ο σχετικός με την αποστράγγιση του εδάφους («αποστραγγιστικά έργα») …   Dictionary of Greek

  • αποστραγγιστικός, -ή — ό αυτός που συντελεί στην αποστράγγιση: Τα τελευταία χρόνια έγιναν στη χώρα μας μεγάλα αποστραγγιστικά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»